- απονεκρωτικός
- η , ό[ν]1) доводящий до омертвения; 2) мед. анестезирующий; 3) перен. доводящий до отмирания, парализации, застоя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απονεκρωτικός, -ή — ό ο κατάλληλος για απονέκρωση: Απονεκρωτικό για την κίνηση στην πόλη ήταν το αποτέλεσμα της χθεσινής απεργίας των εργαζόμενων στα μέσα συγκοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)